- φορά
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.)2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς εἶναι», Πλούτ.)3. (με χρον. σημ.) σημείο ή περίοδος, περίπτωση ή κατάσταση (α. «μια φορά τόν είδε μόνο και τόν συμπάθησε» β. «γίνεται πρώτῃ φορᾷ πτῶσις τοῡ στρατοῡ», Θεοφάν.γ. «πέντε ἢ ἓξ φορὰς τὸν μῆνα», Διοσκ.)νεοελλ.1. προπαρασκευαστική κίνηση για ρίψη ή άλμα, φόρα2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων3. φρ. α) «άλλη φορά» — άλλοτε, σε άλλη ώρα ή σε άλλη περίσταση ή ευκαιρίαβ) «αυτή τη φορά» — σε αυτήν την περίστασηγ) «κάθε φορά» — σε κάθε περίπτωση, εκάστοτε, οσάκιςδ) «μια φορά κι έναν καιρό»(ως εναρκτήρια φρ. στα παραμύθια) σε κάποια περασμένη εποχή, κάποτεε) «άντρας μια φορά»μτφ. άξιος να ονομάζεται άντρας, γενναίος και έντιμοςστ) «φορά σου και φορά μου»(ως απειλή) θα έλθει και για μένα η ώρα που θα σού ανταποδώσω το κακό που μού 'κάνεςζ) «η φορά τών πραγμάτων» — η εξέλιξη τής κατάστασηςη) «φορά διανύσματος»μαθημ. η κατεύθυνση από την αρχή προς το πέρας ενός διανύσματος, που παριστάνεται με ένα βέλοςμσν.-αρχ.1. (για φυτά και για ζώα) καρποφορία2. φρ. «φορά εργάτουα) φορτίο εργάτηβ) πιθ. πληρωμή εργάτη για μεταφορά φορτίου που έκανεαρχ.1. μεταφορά προσώπου ή μετατόπιση αντικειμένου (α. «φορᾱς... φθόνησις οὐ γενήσεται», Σοφ.β. «ἡ... φορὰ καθάπερ πεττῶν», Πλάτ.γ. «εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ἐν ψήφου φορᾷ», Ευρ.)2. πληρωμή χρηματικών οφειλών ή καταβολή δασμών, φόρων3. παροχή αμοιβής για τη μεταφορά φορτίου, κόμιστρο4. (με παθ. σημ.) (κυρίως για ουράνια σώματα) κίνηση, περιφορά («περὶ τὴν τῶν ἄστρων φορὰν καὶ ἡλίου καὶ σελήνης», Πλάτ.)5. (κυριολ. και μτφ.) (για άψυχα) ορμητική κίνηση (α. «φορὰ κυμάτων», Φίλ.β. «φοράν τινα πραγμάτων χαλεπὴν» — η βία τών περιστάσεων, Δημοσθ.)6. το διάστημα που διανύει κινούμενο σώμα («τοῦ... παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος», Αντιφ.)7. η δυναμική επίδραση διαφόρων πραγμάτων (α. «ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φορὰν ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν», Πλούτ.β. [για τους αστέρες] «φορᾱς σωματικῆς εἰς ἡμᾱς γιγνομένης», Πλωτ.)8. η αλλαγή τών μουσικών φθόγγων κατά ανιούσα ή κατά κατιούσα κλίμακα9. παλιρροϊκό φαινόμενο και ιδίως η άμπωτη10. αυτό που μεταφέρεται11. το φορτίο που μπορεί να σηκώσει κανείς με μία κίνηση («καὶ μίαν μὲν οὕτω φορὰν ἐνεγκεῑν», Πλούτ.)12. εισφορά χρημάτων ή αντικειμένων (α. «τῶν χρημάτων ἡ φορά», Θουκ.β. «οἴνου φορὴ ἐς τἀ ψυκτήρια», επιγρ.)13. σοδειά, ιδίως πλούσια («ἐλαιῶν φοράν», Αριστοτ.)14. (αττ. δίκ.) το χρηματικό ποσό που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει μηνιαίως καθένας από του ερανιστές και το οποίο προοριζόταν για αλληλοβοήθεια τών μελών και για κάλυψη τής δαπάνης τών κοινών δείπνων15. μτφ. μεγάλο πλήθος, πληθώρα («φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.